στρατηΐη
Look at other dictionaries:
στρατηΐη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. στρατεία … Dictionary of Greek
στρατηίη — στρατεία expedition fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατεία — και ιων. τ. στρατηΐη, ἡ, Α [στρατεύω] 1. εκστρατεία («ἐποιέετο στρατηΐην ἐς Καππαδοκίην», Ηρόδ.) 2. στρατοπέδευση 3. στράτευση 4. στρατιωτική αγωγή 5. στρατιωτικό υπούργημα, αξίωμα 6. σπαν. στρατιά 7. στον πληθ. αἱ στρατεῑαι ο πόλεμος 8. φρ. α)… … Dictionary of Greek